- σιπαλός
- -ή, -όν, ΜΑ1. μύωπας, κοντόφθαλμος2. δύσμορφος, άσχημος3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος»4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος».[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα -αλός* (πρβλ. απ-αλός)].
Dictionary of Greek. 2013.